διαβόσκω

διαβόσκω
διαβόσκω, [tense] fut.
A

-ήσω Socr.Ep.19

:—feed,

ὄροβοι καὶ τὰ ἐς βρῶσιν ἀναγκαῖα διέβοσκεν αὐτοὺς Philostr.VA1.15

;

τὴν γαστέρα ἐπί τινι Alciphr.3.7

; pasture, PMasp.112.15 (vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαβόσκω — (Α) διατρέφω …   Dictionary of Greek

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”