- διαβόσκω
- διαβόσκω, [tense] fut.A
-ήσω Socr.Ep.19
:—feed,ὄροβοι καὶ τὰ ἐς βρῶσιν ἀναγκαῖα διέβοσκεν αὐτοὺς Philostr.VA1.15
;τὴν γαστέρα ἐπί τινι Alciphr.3.7
; pasture, PMasp.112.15 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.